- ῥάβδωσις
- ῥάβδωσιςflutingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥάβδωσιν — ῥάβδωσις fluting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
υποράβδωσις — ώσεως, ἡ, Α διακόσμηση με ραβδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥάβδωσις] … Dictionary of Greek
ῥαβδώσεως — ῥαβδώσεω̆ς , ῥάβδωσις fluting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)